- ενεργητικός
- -ή, -ό (AM ἐνεργητικός, -ή, -όν)1. γραμμ. αυτός που δηλώνει ενέργεια τού υποκειμένου («ενεργητικά ρήματα», «ενεργητική φωνή, διάθεση»)2. αυτός που έχει την ικανότητα να ενεργεί αποτελεσματικά, δραστήριοςνεοελλ.1. (για φάρμακα, αφεψήματα κ.λπ.) εκείνος που διευκολύνει την κένωση τού πεπτικού συστήματος2. φρ. «ενεργητικό τετράπολο» — τετράπολο που περιέχει ένα ή περισσότερα ενεργητικά στοιχεία3. το θηλ. ως ουσ. η ενεργητικήτο κεφάλαιο τής φυσικής που εξετάζει τις ανταλλαγές ενέργειας, στα φυσικά και χημικά φαινόμενα4. το ουδ. ως ουσ. το ενεργητικόα) το σύνολο τών αγαθών που κατέχει οικονομική μονάδα ή επιχείρηση ως μέσα λειτουργίας τηςβ) το σύνολο τών επιτυχών ενεργειών κάποιουαρχ.δραστικός, αποτελεσματικός.
Dictionary of Greek. 2013.